Η μέθοδος του Γλωσσικού Συσχετισμού αποτελεί μια πρότυπη μέθοδο διδασκαλίας της γερμανικής γλώσσας κι επιπλέον ένα ιδανικό παράδειγμα για την ανάπτυξη αντίστοιχων μεθόδων διδασκαλίας και για όλες τις άλλες γλώσσες.
Επιχειρώντας κανείς να μάθει γερμανικά με τη μέθοδο του Γλωσσικού Συσχετισμού μπορεί να έχει τη βεβαιότητα ότι θα πετύχει το σκοπό του εύκολα, γρήγορα και με σωστό τρόπο. Η μέθοδος μπορεί να διανοίξει δρόμους ασφαλείς ανάμεσα στη μητρική γλώσσα του σπουδαστή (Ελληνικά) και τη γλώσσα-στόχο(Γερμανικά). Με αυτόν τον τρόπο ο εκπαιδευόμενος έχει τη σιγουριά που χρειάζεται σε όλη την πορεία της εκπαίδευσής του.
Συσχετίζοντας την ελληνική γλώσσα με τη γερμανική, εντοπίζουμε τις μεταξύ τους ομοιότητες αλλά και γεφυρώνουμε τις διαφορές τους με συγκεκριμένους κανόνες. Ο σπουδαστής θα είναι σε θέση κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας να αναπαράγει σωστά τις γερμανικές δομές, σκεπτόμενος Ελληνικά. Όσο διαφορετική δομή κι αν έχουν δύο γλώσσες, υπάρχουν σε αυτές πολύ συγκεκριμένες αντιστοιχίες που μεταφέρουν τα ίδια νοήματα. Γιατί, αναμφίβολα, τα νοήματα που σκέφτεται κι εκφράζει κάποιος στη γλώσσα του, μπορεί κάλλιστα να τα σκεφτεί ή εκφράσει και σε μια άλλη γλώσσα.
Από αυτά γίνεται σαφές πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια τετριμμένη γερμανο-γερμανική μέθοδο εκμάθησης της γλώσσας. Ο σπουδαστής δεν καλείται πια να μάθει ένα καινούριο σύστημα επικοινωνίας, βιώνοντάς το αργά μέσα από ένα μακροχρόνιο εκπαιδευτικό μηχανισμό. Απεναντίας τον προτρέπουμε να βασιστεί στο ήδη παγιωμένο στο μυαλό του σύστημα της μητρικής του γλώσσας και με αφετηρία αυτό να διδαχτεί με ασφαλή τρόπο ένα άλλο.